πανεπιστημοσύνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πανεπιστημοσύνη < πανεπιστήμων + -οσύνη
Ουσιαστικό επεξεργασία
πανεπιστημοσύνη θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές) το να είναι κάποιος πανεπιστήμων, η ιδιότητα του πανεπιστήμονα
Μεταφράσεις επεξεργασία
πανεπιστημοσύνη
|