παλιρροιόμετρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παλιρροιόμετρο | τα | παλιρροιόμετρα |
γενική | του | παλιρροιόμετρου & παλιρροιομέτρου |
των | παλιρροιόμετρων & παλιρροιομέτρων |
αιτιατική | το | παλιρροιόμετρο | τα | παλιρροιόμετρα |
κλητική | παλιρροιόμετρο | παλιρροιόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παλιρροιόμετρο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαλιρροιόμετρο ουδέτερο