παλιοβάρελο
![]() |
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
παλιοβάρελο ουδέτερο
- {{ετ|προφορικό}: βαρέλι σε κακή κατάσταση
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
παλιοβάρελο
|