Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Περιστασιακή σύνθεση, προφορικό. Εκτός, αν βρεθούν παραθέματα. ‑‑Sarri.greek  | 07:08, 28 Οκτωβρίου 2022 (UTC).


Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παλιοβάρελο τα παλιοβάρελα
      γενική του παλιοβάρελου των παλιοβάρελων
    αιτιατική το παλιοβάρελο τα παλιοβάρελα
     κλητική παλιοβάρελο παλιοβάρελα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλιοβάρελο < παλιο- + βαρέλ(ι) + -ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παλιοβάρελο ουδέτερο

  • {{ετ|προφορικό}: βαρέλι σε κακή κατάσταση

  Μεταφράσεις επεξεργασία