Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παλιατζίδικο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
παλιατζίδικ
ο
τα
παλιατζίδικ
α
γενική
του
παλιατζίδικ
ου
των
παλιατζίδικ
ων
αιτιατική
το
παλιατζίδικ
ο
τα
παλιατζίδικ
α
κλητική
παλιατζίδικ
ο
παλιατζίδικ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
παλιατζίδικο
<
παλιατζής
+
-ίδικο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παλιατζίδικο
ουδέτερο
το
κατάστημα
του
παλιατζή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παλιατζίδικο
γαλλικά
:
brocante
(fr)