παλαιοεθνολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παλαιοεθνολόγος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
παλαιοεθνολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- επιστήμονας με ειδίκευση στην παλαιοεθνολογία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παλαιοεθνολόγος
|