παλαιοεθνολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παλαιοεθνολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική palaeoethnology. Μορφολογικά αναλύεται σε παλαιο- + εθνολογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαλαιοεθνολογία θηλυκό
- κλάδος της εθνολογίας που μελετά τα ήθη και έθιμα των προϊστορικών εθνών
Παράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παλαιοεθνολογία
|