Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παλαιοεθνολογικός η παλαιοεθνολογική το παλαιοεθνολογικό
      γενική του παλαιοεθνολογικού της παλαιοεθνολογικής του παλαιοεθνολογικού
    αιτιατική τον παλαιοεθνολογικό την παλαιοεθνολογική το παλαιοεθνολογικό
     κλητική παλαιοεθνολογικέ παλαιοεθνολογική παλαιοεθνολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παλαιοεθνολογικοί οι παλαιοεθνολογικές τα παλαιοεθνολογικά
      γενική των παλαιοεθνολογικών των παλαιοεθνολογικών των παλαιοεθνολογικών
    αιτιατική τους παλαιοεθνολογικούς τις παλαιοεθνολογικές τα παλαιοεθνολογικά
     κλητική παλαιοεθνολογικοί παλαιοεθνολογικές παλαιοεθνολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλαιοεθνολογικός < παλαιοεθνολογία

  Επίθετο επεξεργασία

παλαιοεθνολογικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία