παλαιοεθνολογικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παλαιοεθνολογικός < παλαιοεθνολογία
Επίθετο επεξεργασία
παλαιοεθνολογικός, -ή, -ό
- σχετικός με την παλαιοεθνολογία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παλαιοεθνολογικός
|
παλαιοεθνολογικός, -ή, -ό
|