Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η παλαιοβουλγαρική
      γενική της παλαιοβουλγαρικής
    αιτιατική την παλαιοβουλγαρική
     κλητική παλαιοβουλγαρική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλαιοβουλγαρική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου παλαιοβουλγαρικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.le.o.vul.ɣa.ɾiˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐λαι‐ο‐βουλ‐γα‐ρι‐κή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παλαιοβουλγαρική θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • παλαιοβουλγαρική - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)