παιώνια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παιώνια | οι | παιώνιες |
γενική | της | παιώνιας | των | παιωνιών |
αιτιατική | την | παιώνια | τις | παιώνιες |
κλητική | παιώνια | παιώνιες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παιώνια < ελληνιστική κοινή παιωνία < αρχαία ελληνική Παιών / Παιάν
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαιώνια θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- παιώνια στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία παιώνια