παιχνιδολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παιχνιδολογία < (νεολογισμός) τέλους 20ου αιώνα, παιχνίδ(ι) + -ο- + -λογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαιχνιδολογία θηλυκό
- η μελέτη του σχεδιασμού παιχνιδιών
- ※ αν ο Νεκρόσιους ήταν Έλληνας και αντλούσε από την ελληνική παιχνιδολογία θα παίζανε την «Τσιγκολελέτα» και το «Δεν περνάς κυρά Μαρία» όταν θα προφήτευαν τη μοίρα του Μάκβεθ και του Μπάνκο (Ασετυλίνη και ναφθαλίνη, 1 Ιουλίου 2002, ΤΑ ΝΕΑ)
- ※ Η εστία της διαμάχης εντοπίζεται στο αν θα έπρεπε τα παιχνίδια να κατανοηθούν ως μια ειδική, νέα εκδοχή αφηγήματος και ως εκ τούτου να μελετηθούν κάτω από το πρίσμα των θεωριών της αφηγηματικήςτέχνης, όπως υποστηρίζει η αφηγηματολογία, ή ως ένα φαινόμενο θεμελιωδώς διαφορετικό από το αφήγημα, οπότε και να μελετηθούν ανεξάρτητα, με τους δικούς τους ιδιαίτερους όρους, όπως υποστηρίζει η παιχνιδολογία. (Αρχές Σχεδίασης Εκπαιδευτικών Παιχνιδιών, Μαρία Ελένη Γαβριηλίδου, πτυχιακή εργασία ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 2008
- ※ Η σκοπιά της ακαδημαϊκής ερευνητικής κοινότητας χρησιμοποιεί δυο διαφορετικές προσεγγίσεις μέσα από τις οποίες εξετάζει τη θεωρία των παιχνιδιών: την Ludology (παιχνιδολογία) και την Narratology (αφηγηματολογία). (Game Design: από τα videogames του ’90 στα escape rooms, Διπλωματική Εργασία, Δήμητρα Πολύζου. Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών, Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2019)
Σημειώσεις
επεξεργασία- δεν έχει νοηματική σχέση με τον μαθηματικό όρο παιγνιολογία