παιγνιολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παιγνιολογία | οι | παιγνιολογίες |
γενική | της | παιγνιολογίας | των | παιγνιολογιών |
αιτιατική | την | παιγνιολογία | τις | παιγνιολογίες |
κλητική | παιγνιολογία | παιγνιολογίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαπαιγνιολογία < παίγνιο + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαιγνιολογία θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (μαθηματικά) η μελέτη της θεωρίας των παιγνίων