παιδοδοντίατρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | παιδοδοντίατρος | οι | παιδοδοντίατροι |
γενική | του | παιδοδοντίατρου & παιδοδοντιάτρου |
των | παιδοδοντίατρων & παιδοδοντιάτρων |
αιτιατική | τον | παιδοδοντίατρο | τους | παιδοδοντίατρους & παιδοδοντιάτρους |
κλητική | παιδοδοντίατρε | παιδοδοντίατροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παιδοδοντίατρος < παιδί + οδοντίατρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαιδοδοντίατρος αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία παιδοδοντίατρος