Ετυμολογία

επεξεργασία
παιδαγωγεῖον < αρχαία ελληνική παιδαγωγεῖον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παιδαγωγεῖον ουδέτερο



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ παιδαγωγεῖον τὰ παιδαγωγεῖ
      γενική τοῦ παιδαγωγείου τῶν παιδαγωγείων
      δοτική τῷ παιδαγωγεί τοῖς παιδαγωγείοις
    αιτιατική τὸ παιδαγωγεῖον τὰ παιδαγωγεῖ
     κλητική ! παιδαγωγεῖον παιδαγωγεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παιδαγωγείω
γεν-δοτ τοῖν  παιδαγωγείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παιδαγωγεῖον < παιδαγωγ(ός) + -εῖον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παιδαγωγεῖον ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία