Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παγοπληξία οι παγοπληξίες
      γενική της παγοπληξίας των παγοπληξιών
    αιτιατική την παγοπληξία τις παγοπληξίες
     κλητική παγοπληξία παγοπληξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παγοπληξία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παγοπληξία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία