Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παγοκυψέλη < πάγος + κυψέλη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παγοκυψέλη θηλυκό

  • πλαστική σακούλα ή μηχανισμός που γεμίζει με νερό και παράγει παγάκια με την τοποθέτησή του σε κατάψυξη

  Μεταφράσεις επεξεργασία