↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παγοκυψέλη οι παγοκυψέλες
      γενική της παγοκυψέλης των παγοκυψελών
    αιτιατική την παγοκυψέλη τις παγοκυψέλες
     κλητική παγοκυψέλη παγοκυψέλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παγοκυψέλη < πάγος + κυψέλη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παγοκυψέλη θηλυκό

  • πλαστική σακούλα ή μηχανισμός που γεμίζει με νερό και παράγει παγάκια με την τοποθέτησή του σε κατάψυξη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία