παγκυτοπενία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παγκυτοπενία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pancytopenia < αρχαία ελληνική παγ- + κύτος + πενία[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαγκυτοπενία θηλυκό
- (ιατρική) η παθολογική μείωση κυττάρων του αίματος (αιμοπετάλια, λευκά και ερυθρά αιμοσφαίρια)
Μεταφράσεις
επεξεργασία παγκυτοπενία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)