↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παγκυτοπενία οι παγκυτοπενίες
      γενική της παγκυτοπενίας των παγκυτοπενιών
    αιτιατική την παγκυτοπενία τις παγκυτοπενίες
     κλητική παγκυτοπενία παγκυτοπενίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παγκυτοπενία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pancytopenia < αρχαία ελληνική παγ- + κύτος + πενία[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παγκυτοπενία θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)