↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πίσσωμα τα πισσώματα
      γενική του πισσώματος των πισσωμάτων
    αιτιατική το πίσσωμα τα πισσώματα
     κλητική πίσσωμα πισσώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πίσσωμα < πισσώ(νω) + -μα [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πίσσωμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 πίσσωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Ηλίας Ιω. Καμπανάς, Λεξικό της Δημοτικής: Ορθογραφικό, Ερμηνευτικό, ετυμολογικό (Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά 1990)