ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πάκτων οἱ πάκτωνες
      γενική τοῦ πάκτωνος τῶν πακτώνων
      δοτική τῷ πάκτων τοῖς πάκτωσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν πάκτων τοὺς πάκτωνᾰς
     κλητική ! πάκτων πάκτωνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πάκτωνε
γεν-δοτ τοῖν  πακτώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πάκτων < πακτός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πάκτων αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία