οὐρεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | οὐρεῖον | τὰ | οὐρεῖᾰ | ||||
γενική | τοῦ | οὐρείου | τῶν | οὐρείων | ||||
δοτική | τῷ | οὐρείῳ | τοῖς | οὐρείοις | ||||
αιτιατική | τὸ | οὐρεῖον | τὰ | οὐρεῖᾰ | ||||
κλητική ὦ! | οὐρεῖον | οὐρεῖᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | οὐρείω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | οὐρείοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- οὐρεῖον (ελληνιστική κοινή) < οὖρ(ος) + -εῖον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοὐρεῖον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- (σε επιγραφή) φρούριο
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας, Επιγραφή από τον αρχαιολογικό χώρο της Δρήρου στην Κρήτη. IC I ix 1, face B, στ. 52. (49-60), @epigraphy.packhum.org
- καὶ μήτε τὰμ πό-
λιν προδωσεῖν
τὰν τῶν Δρηρίων,
μήτε οὐρεῖα τὰ
τῶν Δρηρίων
μηδὲ τὰ τῶγ Κν[ω]-
σίων, μηδὲ ἄν-
δρας τοῖς πο-
λεμίοις προδω-
σεῖν μήτε Δρη-
ρίους μήτε Κνω-
σίους·
- καὶ μήτε τὰμ πό-
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας, Επιγραφή από τον αρχαιολογικό χώρο της Δρήρου στην Κρήτη. IC I ix 1, face B, στ. 52. (49-60), @epigraphy.packhum.org
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- οὐρεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.