ούμπαλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ούμπαλο | τα | ούμπαλα |
γενική | του | ούμπαλου | των | ούμπαλων |
αιτιατική | το | ούμπαλο | τα | ούμπαλα |
κλητική | ούμπαλο | ούμπαλα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ούμπαλο < πιθανότατα από το καρούμπαλο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαούμπαλο ουδέτερο
- πιο ευγενική λέξη για το αρχίδι
- μας έχει πρήξει τα ούμπαλα με τις χαζομάρες που λέει και γράφει συνέχεια