οχηματοχιλιόμετρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οχηματοχιλιόμετρο < όχημα, γεν. οχήματ(ος) + χιλιόμετρο
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.çi.ma.to.çiˈʎo.me.tɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐χη‐μα‐το‐χι‐λιό‐με‐τρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοχηματοχιλιόμετρο ουδέτερο
- μονάδα μέτρησης της κίνησης ενός οχήματος κατά μήκος ενός χιλιομέτρου[1]
- ※ Οι ελλείψεις σε οχήματα και σε ανθρώπινο δυναμικό κρίσιμων ειδικοτήτων -κυρίως οδηγών- είχαν ως αποτέλεσμα τη δραματική μείωση του επιπέδου συγκοινωνιακής εξυπηρέτησης. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΑΣΑ, την περίοδο 2015–2019 σημειώθηκαν πτώση των οχηματοχιλιομέτρων των οδικών μέσων κατά -10,9% και πτώση της επιβατικής κίνησης κατά-8,3%. (Τι προβλέπει η σύμπραξη ΟΑΣΑ – ΚΤΕΛ Αττικής, Το Βήμα, 8 Οκτωβρίου 2020)
Μεταφράσεις
επεξεργασία οχηματοχιλιόμετρο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Γλωσσάριο για τις στατιστικές των μεταφορών (4η εκδ), Οικονομική Επιτροπή για την Ευρώπη, χ.χ., σελ. 54)