Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα οφίτικα
      γενική των οφίτικων
    αιτιατική τα οφίτικα
     κλητική οφίτικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οφίτικα < περιοχή Όφι (ή Όφη) του Πόντου (στη βoρειoανατολική ακτή της Μικράς Ασίας)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οφίτικα ουδέτερο, μόνο πληθυντικός

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

οφίτικα