ουρητηρίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ουρητηρίτιδα < ουρητήρας + -ίτιδα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαουρητηρίτιδα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία ουρητηρίτιδα
|