Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ουαχαμπισμός οι ουαχαμπισμοί
      γενική του ουαχαμπισμού των ουαχαμπισμών
    αιτιατική τον ουαχαμπισμό τους ουαχαμπισμούς
     κλητική ουαχαμπισμέ ουαχαμπισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ουαχαμπισμός < αγγλική Wahhabism < αραβική وهابية (wahhābiyya)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ουαχαμπισμός αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία