Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οστεαλγία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
οστεαλγί
α
οι
οστεαλγί
ες
γενική
της
οστεαλγί
ας
των
οστεαλγι
ών
αιτιατική
την
οστεαλγί
α
τις
οστεαλγί
ες
κλητική
οστεαλγί
α
οστεαλγί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
οστεαλγία
<
οστούν
(κόκκαλο) +
-αλγία
(πόνος)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οστεαλγία
θηλυκό
(
ιατρική
) βαθύς πόνος των οστών
Συνώνυμα
επεξεργασία
οστεοδυνία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οστεαλγία
αγγλικά
:
ostealgia
(en)
γαλλικά
:
ostéalgie
(fr)