οσποδάρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οσποδάρος αρσενικό
- (ιστορία) παλαιότερος τίτλος ηγεμόνα της ανατολικής Ευρώπης. Συγκεκριμένα οι οσποδάροι της Μολδαβίας και της Βλαχίας ήταν ηγεμόνες εξαρτημένοι από την Οθωμανική αυτοκρατορία.