οσποδάρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οσποδάρος < (άμεσο δάνειο) ρουμανική gospodar, αλλά και της πολωνικής hospodar, της βουλγαρικής господар (γοσποντάρ) («κύριος»), της τσέχικης hospodář («κύριος», «αξιωματούχος»), της ρωσικής господин, (γοσποντίν) («κύριος») < σλαβικής προέλευσης господь (γοσπόδι) («κύριος, αφέντης»)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοσποδάρος αρσενικό
- (ιστορία) παλαιότερος τίτλος ηγεμόνα της ανατολικής Ευρώπης. Συγκεκριμένα οι οσποδάροι της Μολδαβίας και της Βλαχίας ήταν ηγεμόνες εξαρτημένοι από την Οθωμανική αυτοκρατορία.