ορτσάρισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ορτσάρισμα < ορτάρω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ορτσάρισμα ουδέτερο
- (ναυτικός όρος): η ενέργεια και συνέπεια του ορτσάρω
- πλους με τον καιρό δευτερόπρυμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ορτσάρισμα
|