Δείτε επίσης: όρνιο

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ορνιός οι ορνιοί
      γενική του ορνιού των ορνιών
    αιτιατική τον ορνιό τους ορνιούς
     κλητική ορνιέ ορνιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορνιός < αρχαία ελληνική ἐρινεός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ορνιός αρσενικό (& θηλυκό: ορνιά)

  1. (φυτό) αγριοσυκιά
  2. (φυτό) αρσενική συκιά
  3. (φυτό) το σύκο της άγριας συκιάς που είναι γεμάτο στήμονες και γύρη με τα οποία γονιμοποιείται το θηλυκό άνθος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία