ορνιός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ορνιός | οι | ορνιοί |
γενική | του | ορνιού | των | ορνιών |
αιτιατική | τον | ορνιό | τους | ορνιούς |
κλητική | ορνιέ | ορνιοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ορνιός < αρχαία ελληνική ἐρινεός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαορνιός αρσενικό (& θηλυκό: ορνιά)
- (φυτό) αγριοσυκιά
- (φυτό) αρσενική συκιά
- (φυτό) το σύκο της άγριας συκιάς που είναι γεμάτο στήμονες και γύρη με τα οποία γονιμοποιείται το θηλυκό άνθος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ορνιός
|