οπλοκατοχή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οπλοκατοχή < οπλο- + κατοχή (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική détention d΄armes)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.plo.ka.toˈçi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐πλο‐κα‐το‐χή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοπλοκατοχή θηλυκό
- (νομικός όρος) κατοχή όπλου
- ※ Στον «πατριωτισμό» του κάθε κατόχου όπλου επαφίεται στη χώρα μας το εάν θα δηλώσει στις αρμόδιες υπηρεσίες της ΕΛ.ΑΣ. ότι η άδεια οπλοκατοχής του έχει λήξει, έτσι ώστε να μην αντιμετωπίσει ποινικές κυρώσεις.
- Βυθούλκας, Διονύσης (3 Οκτωβρίου 2023), Κυκλοφορούν και οπλοφορούν χωρίς άδεια – Στις 800.000 τα παράνομα όπλα στη χώραΗ Καθημερινή
- ※ Στον «πατριωτισμό» του κάθε κατόχου όπλου επαφίεται στη χώρα μας το εάν θα δηλώσει στις αρμόδιες υπηρεσίες της ΕΛ.ΑΣ. ότι η άδεια οπλοκατοχής του έχει λήξει, έτσι ώστε να μην αντιμετωπίσει ποινικές κυρώσεις.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οπλοκατοχή
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ οπλοκατοχή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)