Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οπισθοδιάδοση οι οπισθοδιαδόσεις
      γενική της οπισθοδιάδοσης* των οπισθοδιαδόσεων
    αιτιατική την οπισθοδιάδοση τις οπισθοδιαδόσεις
     κλητική οπισθοδιάδοση οπισθοδιαδόσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, οπισθοδιαδόσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οπισθοδιάδοση < οπισθο- + διάδοση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οπισθοδιάδοση θηλυκό

  1. (πληροφορική) τρόπος σφαλματοδιόρθωσης· τεχνική διόρθωσης σφαλμάτων με ανάστροφη τροφοδότηση πληροφορίας η οποία επιστρατεύεται/χρησιμοποιείται στα τεχνητά νευρικά δίκτυα (πολυεπίπεδη βαθυδιδαχή)
  2. (ιατρική) φαινόμενο κατά το οποίο το δυναμικό δράσης (ή δυναμικό ενέργειας) ενός νευρώνα δημιουργεί διαγραμματική ακίδα τάσης (σύντομη αύξηση τάσης, νευρική ώθηση, υπερπόλωση) στην άκρη του άξονα (τα τελοδενδρία) όπως είθισται, και επίσης ανάστροφα προς τους δενδρίτες οι οποίοι προκάλεσαν το μεγαλύτερο μέρος του παλμού

  Μεταφράσεις επεξεργασία