Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οπαλισμός οι οπαλισμοί
      γενική του οπαλισμού των οπαλισμών
    αιτιατική τον οπαλισμό τους οπαλισμούς
     κλητική οπαλισμέ οπαλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οπαλισμός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οπαλισμός αρσενικό

  1. διάσπαρτες μικροκοιτίδες πολυχρωμίας σε χρωματικά ουδέτερο φόντο
  2. (μεταφορικά) ιριδισμός

  Μεταφράσεις επεξεργασία