Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οξύμετρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
οξύμετρ
ο
τα
οξύμετρ
α
γενική
του
οξυμέτρ
ου
&
οξύμετρ
ου
των
οξυμέτρ
ων
αιτιατική
το
οξύμετρ
ο
τα
οξύμετρ
α
κλητική
οξύμετρ
ο
οξύμετρ
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
οξύμετρο
Ετυμολογία
επεξεργασία
οξύμετρο
<
αγγλική
oximeter
<
oxi-
/
oxy-
+
meter
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οξύμετρο
ουδέτερο
(
ιατρική
) η συσκευή για ανίχνευση του κορεσμού οξυγόνου στο αίμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οξύμετρο
αγγλικά
:
oximetre
(en)
,
oxymetre
(en)
γαλλικά
:
oxymètre
(fr)