Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οξύμετρο τα οξύμετρα
      γενική του οξυμέτρου
οξύμετρου
των οξυμέτρων
    αιτιατική το οξύμετρο τα οξύμετρα
     κλητική οξύμετρο οξύμετρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
οξύμετρο

  Ετυμολογία επεξεργασία

οξύμετρο < αγγλική oximeter < oxi- / oxy- + meter

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οξύμετρο ουδέτερο

  • (ιατρική) η συσκευή για ανίχνευση του κορεσμού οξυγόνου στο αίμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία