Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ονυχοφυΐα οι ονυχοφυΐες
      γενική της ονυχοφυΐας των ονυχοφυϊών
    αιτιατική την ονυχοφυΐα τις ονυχοφυΐες
     κλητική ονυχοφυΐα ονυχοφυΐες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ονυχοφυΐα < (καθαρεύουσα) ὀνυχοφυΐα, ονυχο- + -φυΐα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.ni.xo.fiˈi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐νυ‐χο‐φυ‐ΐ‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ονυχοφυΐα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία