ονταδάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ονταδάκι | τα | ονταδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ονταδάκι | τα | ονταδάκια |
κλητική | ονταδάκι | ονταδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ονταδάκι < οντάς, θέμα οντάδ- + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
ονταδάκι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) μικρός ή χαμηλοτάβανος οντάς· δωματιάκι
- ※ Κάθεσαι του χειμώνα τα σούρουπα στο χαμηλό ονταδάκι σου, με τη γάτα στην αγκαλιά σου, και βλέπεις τις τελευταίες αχτίνες του ήλιου να μπαίνουν
- Μαρία Ιορδανίδου, Λωξάντρα (Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 301990, ISBN 960-05-0138-6), σ. 93.
- ※ Κάθεσαι του χειμώνα τα σούρουπα στο χαμηλό ονταδάκι σου, με τη γάτα στην αγκαλιά σου, και βλέπεις τις τελευταίες αχτίνες του ήλιου να μπαίνουν
Μεταφράσεις επεξεργασία
ονταδάκι
|