ονειρισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ονειρισμός αρσενικό
- (ψυχιατρική, ψυχολογία) παραληρηματική εκδήλωση ονειρώδους σύγχυσης που οφείλεται σε παθολογικούς ή τοξικολογικούς λόγους
Μεταφράσεις επεξεργασία
ονειρισμός
|