Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ομιχλοβροχή οι ομιχλοβροχές
      γενική της ομιχλοβροχής των ομιχλοβροχών
    αιτιατική την ομιχλοβροχή τις ομιχλοβροχές
     κλητική ομιχλοβροχή ομιχλοβροχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ομιχλοβροχή < ομίχλη + -ο- + βροχή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ομιχλοβροχή θηλυκό

  • η υγροποίηση των υδροσταγονιδίων που υπάρχουν στην ομίχλη και η πτώση τους στην επιφάνεια της γης

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία