ομάλυνση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ομάλυνση | οι | ομαλύνσεις |
γενική | της | ομάλυνσης* | των | ομαλύνσεων |
αιτιατική | την | ομάλυνση | τις | ομαλύνσεις |
κλητική | ομάλυνση | ομαλύνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ομαλύνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ομάλυνση θηλυκό
- (σπάνιο) άλλη μορφή του εξομάλυνση
Μεταφράσεις επεξεργασία
ομάλυνση
|