ολιγοψυχία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ολιγοψυχία < ελληνιστική κοινή ὀλιγοψυχία < αρχαία ελληνική ὀλίγος + ψυχή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαολιγοψυχία θηλυκό
- (λόγιο) άλλη μορφή του λιγοψυχία
Μεταφράσεις
επεξεργασία ολιγοψυχία
|