ολιγοχρηματία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ολιγοχρηματία < ολιγοχρήματος + -ία < ελληνιστική κοινή ὀλιγοχρήματος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ολιγοχρηματία θηλυκό
- η ιδιότητα ή η κατάσταση του ολιγοχρήματου
Μεταφράσεις επεξεργασία
ολιγοχρηματία
|