οκτακοσαριά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οκτακοσαριά | οι | οκτακοσαριές |
γενική | της | οκτακοσαριάς | των | οκτακοσαριών |
αιτιατική | την | οκτακοσαριά | τις | οκτακοσαριές |
κλητική | οκτακοσαριά | οκτακοσαριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- οκτακοσαριά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
οκτακοσαριά θηλυκό και οχτακοσαριά
Μεταφράσεις επεξεργασία
οκτακοσαριά
|