οκτέτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | οκτέτο | τα | οκτέτα |
γενική | του | οκτέτου | των | οκτέτων |
αιτιατική | το | οκτέτο | τα | οκτέτα |
κλητική | οκτέτο | οκτέτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /oˈkte.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐κτέ‐το
Ουσιαστικό επεξεργασία
οκτέτο ουδέτερο
- η μουσική σύνθεση που αποτελείται από οχτώ φωνές ή οχτώ μουσικά όργανα
Μεταφράσεις επεξεργασία
οκτέτο
|
Πηγές επεξεργασία
- οκτέτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας