↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οινοφιλία οι οινοφιλίες
      γενική της οινοφιλίας των οινοφιλιών
    αιτιατική την οινοφιλία τις οινοφιλίες
     κλητική οινοφιλία οινοφιλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οινοφιλία < οινο- (< οίνος) + -φιλία (< φιλία)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οινοφιλία θηλυκό

  • η αγάπη για το (καλό) κρασί
    Η οινοφιλία στην Ελλάδα αναπτύχθηκε τα τελευταία χρόνια, μαζί με την άνθιση του ελληνικού κρασιού. Πριν ο Έλληνας δεν είχε και πολλούς λόγους να είναι οινόφιλος, μια και δεν υπήρχαν παρά ελάχιστα αξιόλογα κρασιά στην αγορά. Τώρα πια οινόφιλους βρίσκει κανείς παντού. (*)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία