οινοπνευματοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οινοπνευματοποίηση | οι | οινοπνευματοποιήσεις |
γενική | της | οινοπνευματοποίησης* | των | οινοπνευματοποιήσεων |
αιτιατική | την | οινοπνευματοποίηση | τις | οινοπνευματοποιήσεις |
κλητική | οινοπνευματοποίηση | οινοπνευματοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, οινοπνευματοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- οινοπνευματοποίηση < οινόπνευμα + -ο- + -ποίηση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοινοπνευματοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία της ζύμωσης που μετατρέπει διάφορες πρώτες ύλες σε οινόπνευμα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οινοπνευματοποίηση
|