οικονομοκρατία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαοικονομοκρατία θηλυκό
- (πολιτική, νεολογισμός) ο καθορισμός των πολιτικών στόχων και προτεραιοτήτων βάσει της επίδρασής τους στην οικονομία και τους οικονομικούς στόχους
Μεταφράσεις
επεξεργασία οικονομοκρατία
|