Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οθωνιστής οι οθωνιστές
      γενική του οθωνιστή των οθωνιστών
    αιτιατική τον οθωνιστή τους οθωνιστές
     κλητική οθωνιστή οθωνιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οθωνιστής < Όθων + -ιστής. (μαρτυρείται από το 1863)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.θo.niˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐θω‐νι‐στής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οθωνιστής αρσενικό (θηλυκό οθωνίστρια)

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 715, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

  Πηγές επεξεργασία