οδοντογονία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οδοντογονία < οδοντο- + -γονία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική odontogeny)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοδοντογονία θηλυκό
- (βιολογία, ιατρική) η οδοντογένεση
Μεταφράσεις
επεξεργασία οδοντογονία
|