ογκογένεση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ογκογένεση | οι | ογκογενέσεις |
γενική | της | ογκογένεσης* | των | ογκογενέσεων |
αιτιατική | την | ογκογένεση | τις | ογκογενέσεις |
κλητική | ογκογένεση | ογκογενέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ογκογενέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ογκογένεση < λόγιο ενδογενές δάνειο: oncogenesis < αρχαία ελληνική ὄγκος + γένεσις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαογκογένεση θηλυκό
- (βιολογία) η γένεση / δημιουργία καρκινικών όγκων
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ογκογένεση