ξύχορτο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξύχορτο | τα | ξύχορτα |
γενική | του | ξύχορτου | των | ξύχορτων |
αιτιατική | το | ξύχορτο | τα | ξύχορτα |
κλητική | ξύχορτο | ξύχορτα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξύχορτο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξύχορτο ουδέτερο (συνήθως στον πληθυντικό ξύχορτα)
- (ικαριώτικα) μικρά χορταράκια που φυτρώνουν μέσα στα χωράφια
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξύχορτο
|