ξόρκισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξόρκισμα < ξορκίζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξόρκισμα ουδέτερο
- ο εξορκισμός
- το διώξιμο, ο αποκλεισμός μιας κατάστασης ή συνήθειας
- το ξόρκισμα του τσιγάρου
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξόρκισμα
|