Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξόρκισμα τα ξορκίσματα
      γενική του ξορκίσματος των ξορκισμάτων
    αιτιατική το ξόρκισμα τα ξορκίσματα
     κλητική ξόρκισμα ξορκίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξόρκισμα < ξορκίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξόρκισμα ουδέτερο

  1. ο εξορκισμός
  2. το διώξιμο, ο αποκλεισμός μιας κατάστασης ή συνήθειας
    το ξόρκισμα του τσιγάρου

  Μεταφράσεις επεξεργασία