↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξωτάρης οι ξωτάρηδες
      γενική του ξωτάρη των ξωτάρηδων
    αιτιατική τον ξωτάρη τους ξωτάρηδες
     κλητική ξωτάρη ξωτάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξωτάρης < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ξωτάρης αρσενικό

  1. ο άνθρωπος που ζει και εργάζεται στους αγρούς, έξω από την πόλη
  2. (κρητικά) περιπλανώμενος